παραπλήρωμα — expletive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλήρωμα — το, ατος 1. συμπλήρωμα, γέμισμα. 2. (μαθημ.), κάθε γωνία που προστίθεται σε άλλη και προκύπτει άθροισμα δύο ορθές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραπληρωμάτων — παραπλήρωμα expletive neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπληρώμασι — παραπλήρωμα expletive neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπληρώμασιν — παραπλήρωμα expletive neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπληρώματα — παραπλήρωμα expletive neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπληρώματι — παραπλήρωμα expletive neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπληρώματος — παραπλήρωμα expletive neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπληρωματικός — ή, ό / παραπληρωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [παραπλήρωμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παραπλήρωμα, συμπληρωματικός νεοελλ. φρ. α) «παραπληρωματικές γωνίες» μαθημ. δύο επίπεδες γωνίες τών οποίων το άθροισμα είναι δύο ορθές, δηλ. 180 μοίρες β)… … Dictionary of Greek
SAGMA — Graecis ςάγμα et ςαγὴ, proprie est, quod iumentis onera baiulantibus imponitur, ut mollius et sine sua noxa vehant; distinctum a sella equorum vel aliorum animantium, quibus homo vehitur. Vegetius Rei veterin. l. 2. c. 59. Exceptis his, qui… … Hofmann J. Lexicon universale